- Κυλλοποδίων
- Κυλλοποδί̱ων , Κυλλοποδίωνclub-footedmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλλοποδίων — κυλλοποδίων, ονος, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ τού πούς (πρβλ. γεν. ποδ ός) + κατάλ. ίων για εκφραστικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κυλλοποδίων — κυλλοποδί̱ων , Κυλλοποδίων club footed masc nom/voc sg κυλλοποδίων club footed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλοποδίονα — κυλλοποδί̱ονα , Κυλλοποδίων club footed masc acc sg κυλλοποδίων club footed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλοποδίονος — κυλλοποδί̱ονος , Κυλλοποδίων club footed masc gen sg κυλλοποδίων club footed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλλοπόδιον — κυλλοπόδῑον , Κυλλοποδίων club footed masc voc sg κυλλοποδίων club footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГЕФЕСТ — • Ήφαιστος, Volcanus, сын Зевса и Геры или одной Геры (Hesiod. theog. 927), в древнейшее время служил выражением могучей стихии огня, проявляющейся преимущественно в вулканических странах, и был великое творческое существо; но с тех… … Реальный словарь классических древностей
κυλλοπόδης — κυλλοπόδης, ὁ (Α) κυλλοποδίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + πόδης (< πούς, ποδ ός), πρβλ. γοργό πόδης, μακρο πόδης) … Dictionary of Greek
Κυλλοποδίονα — Κυλλοποδί̱ονα , Κυλλοποδίων club footed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυλλοποδίονος — Κυλλοποδί̱ονος , Κυλλοποδίων club footed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυλλοπόδιον — Κυλλοπόδῑον , Κυλλοποδίων club footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)